ασταύρωτος

ασταύρωτος
-η, -ο
1. αυτός που δε θανατώθηκε στο σταυρό: Οι μαθητές του Χριστού έμειναν ασταύρωτοι.
2. αυτός που δε διασταυρώνεται με κάτι άλλο: Ο δρόμος αυτός συνεχίζεται ως το τέλος ασταύρωτος.
3. αυτός που δεν ενοχλήθηκε φορτικά: Στη γειτονιά δεν αφήνει άνθρωπο ασταύρωτο.
4. υποψήφιος που δεν πήρε σταυρό, ψήφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασταύρωτος — η, ο (Μ ἀσταύρωτος, ον) αυτός που δεν έχει σταυρωθεί ή δεν έχει καρφωθεί επάνω σε σταυρό νεοελλ. 1. εκείνος που δεν σχηματίζει σταυρό, που δεν έχει τοποθετηθεί σταυροειδώς ή χιαστί («ασταύρωτη αντένα») 2. όποιος δεν πιστεύει στον Σταυρό, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”